- αυτείνος
- -η, -ο (Μ αὐτεῑνος, -η, -ον)1. αυτός ο ίδιος2. (επαναληπτική) αυτός3. (δεικτική) αυτός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αυτός — ή, ό (AM αὐτός, ή, ό) (μσν.νεοελλ. και αὖτός, αὐτόνος, αὐτοῡνος, αὐτεῑνος, ἀτός) (αντων.) Ι. Αντιδιασταλτική, Οριστική (μερικές φορές με το άρθρο ή με το έναρθρο ο ίδιος πρβλ. «αυτός φταίει», «θα βρω αυτή την ίδια», «ὅλοι ἐπαρεδόθησαν κι ὁ… … Dictionary of Greek